ψωμοφάγος

ψωμοφάγος
ο, θηλ. ψωμοφαγού και ψωμοφάγισσα, Ν
αυτός που τρώει πολύ ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + -φάγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψωμοφάγος — ο θηλ. ψωμοφαγού και ψωμοφάγισσα αυτός που τρώει πολύ ψωμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωμάς — ο, θηλ. ψωμάδαινα, Ν 1. αρτοποιός 2. ψωμοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • ψωμοφαγία — η, Ν η ιδιότητα τού ψωμοφάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”